Τα βήματα ακολούθησα να βρώ τον τελειωμό τους, βαριά βαθειά & ατέλειωτα σου δείχνω τον καημό τους!

ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ ΘΑ ΒΡΕΙΣ

Σε ένα ήσυχο δρομάκι
Είπα λίγο να σταθώ
Γιατί ένοιωσα το κάτι
Που με γέμιζε καιρό

Βρήκα πάλι τη γαλήνη
Και το βλέπω καθαρά
Γιατί όλοι με ειρήνη
Αγκαλιάζουν τα παιδιά

Μια φωνούλα κάποιο τέκνο
Βγήκε βόλτα να χαρεί
Οι φωνούλες και το γέλιο
Ζωντανεύουν το πρωί

Φάνηκαν και περιστέρια
Στον γαλάζιο ουρανό
Γιατί των παιδιών τα χέρια
Μοίραζαν τροφή σωρό

Η ΓΝΩΣΗ

Σε ένα βράχο ξεχασμένο
Βρήκα σπόρο καρπερό
Είπα να τον εφυτέψω
Ίσως και τον εγευτώ

Έψαξα παντού λυπάμαι
Γή που νάχει και δροσιά
Και στο φύτεμα θυμάμαι
Πως τινάζαν την βρομιά

Που θα βρω την γη Θεέ μου
Μόνο βούρκος και κακό
Και γυρίζει το μυαλό μου
Σάπιο θαν πολιτικό

Κοπριά παντού υπάρχει
Όχι χώρος δροσερός
Ήρθε τώρα και εθνάρχης
Που 'ναι και πιο πονηρός

ΑΣΠΡΟ - ΜΑΥΡΟ

Ξανεμίζεται η σχέση
Της Ειρήνης τελικά
Και τα τύμπανα πολέμου
Πάλι πήρανε φωτιά

ΡΕΦΡΑΙΝ


Ποιος μπορεί να δει τριγύρω
Να φωνάξει δυνατά
Πως αφέντες του πολέμου
Έρχονται απ’ το βορά

Θέλουνε κυριαρχία
Και με όπλα φονικά
Καταστρέφουν ό,τι βρούνε
Χάνεις Γένος και παιδιά

Δυό θεοί στον ίδιο χώρο
Δεν χωράνε στη ζωή
Ή το χρήμα; Ή η πίστη;
Μια στις δύο θα είναι εκεί

Η ΟΡΓΗ

Επισκίασες και πάλι την ζωή μου
και ζητάς να σου προσφέρω πιο πολλά
δεν λογάριασες ποτέ την ύπαρξή μου
και με πούλησες στα βρώμικα σκυλιά.


ΡΕΦΡΑΙΝ

Ποια κατάρα είναι αυτή που σε δεσμεύει
φαλκιδεύει κάθε σκέψη σου αγνή
σαν νερόμυλος αυτή θα σε παιδεύει
για να σβήσει του εργάτη την οργή.

Είναι άδικο φουρτούνες να τσακίζουν
του εργάτη κάθε τόσο το κορμί
και οι προύχοντες τα πάντα να κερδίζουν
και να γεύονται εδώ γλυκό ψωμί.

Καταχείμωνα και μέσ’ το ξεροχώρι
πάλι μ’ έσυρες για να βρω την χαρά
λες πως είσαι καπετάνιος σε βαπόρι
που οδηγούσε ένα σκάφος σταθερά.

ΤΑ ΛΑΜΟΓΙΑ

Άνθρωπε κοίταξε μπροστά
όλη την οικουμένη
γύρω σου θα βρεις τα σαθρά
κι αυτή τη γη καμένη.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Τάχα μου ποιος ζητά ζωή;
τάχα μου ποιος σ’ αγγίζει;
Και σου μιλά χωρίς ντροπή
χωρίς να σε γνωρίζει.

Αυτό το δέντρο το γερό
μοίραζε την δροσιά του
με άζωτο και με νερό
κρυστάλλινη η γενιά του.

Μα βγήκαν τα παράσιτα
και κάλυψαν την φύση
ήταν λαμόγια άχρηστα
κανείς μην τα γνωρίσει.

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Άγγελοι βρέθηκαν στη γη
Και κάψαν τα φτερά τους
Γιατί τριγύρω η σιγή
Θόλωσε τη ματιά τους

Ενώ τα λάθη και η ντροπή
Επλήγωνε τη φύση
Κανένας δεν μιλούσε εκεί
Να μην υπάρξει κρίση

Οι πάντες με προσχήματα
Και τα παχιά τους λόγια
Κάνανε τα εγκλήματα
Και κρύβαν τα λαμόγια

Και έτσι οι Άγγελοι της γης
Που ζούσανε σιμά τους
Είπαν πως τιμωρήθηκαν
Καίγοντας τα φτερά τους

ΘΕΛΕΙΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ

Παράσταση εκάνανε και είπανε πολλά
τα πάντα μας ετάξανε και του λαγού τ’ αυτιά
ήτανε όλοι φίλτατε μεγάλοι προφεσόροι
στα πάντα μίλαγαν απλά, σου ’ταζαν και βαπόρι.

Μίλησαν φίλε καθαρά σε αυτό το ραβαΐσι
και παρουσίασαν απλά εδώ αυτή την κρίση.
Ποιος είν’ ο φταίχτης; Ή ο εχθρός; Ποτέ δεν θα το μάθεις.
Εσύ μονάχα να ’σαι εμπρός, τι κι αν εμάς θα χάσεις;

Κοίταξε και προχώρησε, η μηχανή γυρίζει.
Ο μύλος σου ζητά πολλά με στάρι να γιομίζει.
Και το αλεύρι φίλε μου να ειν’ απ’ το καλό
και μην ακούς τον λόγο μας που λέει για διωγμό.

Τα πάντα να ’ναι καθαρά σε αυτό το πανηγύρι
και άσε αλλού τα βάσανα κι αυτό το μπίρι μπίρι
γιατί εμείς σαν δουλικό σε θέλουμε και θα ’σαι.
Και όχι να λες χωρίς εμάς αλλού ξενοκοιμάσαι.