Τα βήματα ακολούθησα να βρώ τον τελειωμό τους, βαριά βαθειά & ατέλειωτα σου δείχνω τον καημό τους!

ΑΠΟ ΤΟ '40 ΕΩΣ ΤΟ '60

Τα χρόνια της ανάμνησης, τα χρόνια μιας ζωης
πώς φίλε να ξεχάσεις όταν ετούτα ζεις;
Οι αναμνήσεις τρέχουνε σαν το νερό στ' αυλάκι
εκεί παιδιά επάιζαμε μόνο μ' ένα σορτσάκι.

Ξυπόλητα στους δρόμους, στις λάσπες βουτηγμένα
δεν είχαν τούτα μπόνους, ούτε χαϊδεμένα.
Ένα πανέρι κόλυβα και κίτρινο τυρί
παίρναν τα Ψυχοσάββατα κι η μέρα είν' καλή.

Τ' απόγευμα μες στις αυλές μανάδες μάς μιλούσαν
και λέγανε και λέγανε πόσοι εδώ χαθήκαν.
Όλοι ζητούσανε δουλειά και φεύγανε στα ξένα
του Γκύζη τα μικρά παιδιά πονούσαν όπως ένα.

Τη μία το αντάρτικο, μετά η ξεινιτιά
όλα μιλούν για τ' άδικο, κρυφτούλι τα παιδιά.
Σαν μία οικογένεια ήταν μες στις αυλές
σαν τα παιδιά μ' ευγένεια ακούγαν συμβουλές.

Τη μόρφωση και την παιδεία τη δίναν τα σχολειά
εγώ εις τα θρανία δεν πήγαινα συχνά.
Σπουργίτια με εξώβεργες πήγαινα για να πιάσω
και κόλυβα απ' το πανέρι τους έτρεχα να αδράξω.

Τα νιάτα μας, τη λεβεντιά, ρίξαμε στη βιοπάλη
και άλλοι μακριά στην ξενιτιά θε να γυρίσουν πάλι.
Το Γκύζη το περήφανο είχε αγωνιστές
που όλοι επολέμησααν εδω κατακτητές.

Με το κορμί σαν βάρκα και χέρια μου κουπιά
παίρνω την ίδια στράτα που παίζαμε παιδιά.
Θρησκεία διδαχτήκαμε στο κατηχητικό
εκεί πρωτογνωρίσαμε έναν απλό Χριστό.

Μια γενεά πολυ απλή και όλοι αγαπημένοι
Γκυζιώτικη εδώ ζωή μαζί κι αδελφωμένοι.
Σαν ένα στραβοπάτημα αν έκανε ζημιά
Γκυζιώτες κάνουν τάμα να διώξουν τη βρωμιά.

Με χώμα μεγαλώσαμε στους δρόμους, στις πλατείες
κι εκεί επρωτοφτιάξαμε του Γένους ιστορίες.
Και έτσι το ανάστημα κρατήσαμε ψηλά
και την πατρίδα σώσαμε μ' αυτή τη λεβεντιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια