Τα βήματα ακολούθησα να βρώ τον τελειωμό τους, βαριά βαθειά & ατέλειωτα σου δείχνω τον καημό τους!

Ο ΧΡΟΝΟΣ;;;

Κλείνεις τα πάντα

στον κύκλο του χρόνου

και σβήνεις στην άμμο

σαν κόκκος του δρόμου.

 

Που λίγοι ζητάν

να φτάσουν ψηλά

σαν κόκκοι της άμμου

θα σβήσουν κει δα.

 

Την ύλη διχάζουν

δεν έχουν αρχή

γιατί θε να ζούνε

αυτοί στη χλιδή.

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Αμετανόητος, ψεύτης ρέει ξανά

όπλο το ψέμα, το χρήμα ζητά.

Δεν είναι ο Πιλάτος κοινής ντροπής

είν’ δικηγόρος μιας άλλης μορφής.

 

Ο νους του ανθρώπου είναι εκεί

όταν το άσπρο χάσει μορφή

γιατί θέλει ν’ αρπάξει, θέλει πολλά

δίχως η ύλη να πράττει σωστά.

 

Εγώ θα σου πει θέλω να ζήσω

κι εσέ στον Καιάδα πρέπει να ρίξω.

Τι κι αν εσύ είσαι το φως;

Εγώ θα θολώσω το βλέμμα αυτό.

ΝΤΡΟΠΗ

Γνώση, σοφία, ποιος θα γυρέψει

μέσα στο βούρκο και στη ντροπή;

Όταν το ψέμα θα διαφεντέψει

τότε η ύλη είν’ στη σιωπή.

 

Άνθρωπο ψάχνω, ψάχνω συχνά

να ‘χει αισθήματα, να ‘χει καρδιά

και όχι σαν σχήμα να σε μετρά

για να σε βάλει μες στον ντορβά.

 

Ντροπή στη γνώση και στη σοφία

που ‘χουν οι λίγοι μες στη ζωή

και βλέπεις τώρα τα ξεπουλήσαν

αρκεί να θρέψουν βρώμα στη γη.

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ο γνώστης αυτών θα δεις δεν μιλάει

βουβός σε μιαν άκρη τα πάντα κοιτάει

κι αν έρθει χειμώνας κι αν έρθει βροχή

τη χάρη θα βρει κι εκεί θα κρυφτεί.

 

Δεν είναι ο μπούφος που λένε πολλοί

τον άνθρωπο ψάχνει σ’ αυτή τη σιωπή

κι η γνώση του βάζει νερό μες στο αυλάκι

να ρέει αργά το κάθε δρομάκι.

 

Κι αν πουν για να πάει κάπου μακράν

άμαξα θέλει με ζώα γερά

και κράχτη θα έχει σ’ αυτή τη δρομή

τον βάτραχο μόνο να κράζει με ορμή.

 

ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ Η ΤΙΒΙ

Ο ΜΠΗΧΤΗΣ

Σαν παράνομο ξενύχτη

βρήκα φίλο να γυρνά

στα μπαράκια μ' έναν μπήχτη

τον παρά του να σκορπά.

 

Όλα την κακιά την ώρα

θα τα δεις πριν το σκεφτείς

κι αν σε βρει καμία μπόρα

τότε κοίτα μη βραχείς.

 

Σκέφτηκα λοιπόν να φύγω

και ν' αφήσω εκεί δα

τον γνωστό καλό σαν φίλο

και μην ψάχνω για μπελά.

 

Έλα όμως που ο φίλος

είχε και αγνή ψυχή

κι αν τον άφηνα ο τύπος

θα 'χε φίλο στη στενή.

ΣΚΕΨΟΥ ΛΙΓΟ

Μια ηλιαχτίδα τρύπωσε

και χάρισε ζωή

της φύσης πλάσμα έθρεψε

σ' αυτή τη σιωπή.

 

Γιατί λοιπόν μικράνθρωπε

ζητάς τον χαλασμό;

Τον άνθρωπο, τη φύση

όλα μες στον γκρεμό;

 

Το πνεύμα του σε ανέβασε

σου έδωσε αξία.

Αυτό δεν σε μεγάλωσε;

Πώς ρίχνεις πανδημία;

Χ

Μας καταντήσανε το κράτος πουλημένων
μας εξοντώνουνε αυτοί που κυβερνούν
φέρνοντας όλα τα ρεμάλια πεινασμένων
φτιάχνουν το σύστημα που όλους θα πατούν.

Σαν εργαζόσουν τους επλήρωνες αδρά
για να 'χεις σύνταξη εσύ όταν γεράσεις
κι όταν γεράσεις τον γιατρό με ανθρωπιά
να 'χεις να σκέπτεται το τι μπορεί να χάσεις.

Τέλος γιατί ν' ασχοληθώ τριγύρω
όλοι και όσοι σου μιλούν
κάνουν συζήτηση μονάχα για τον τζίρο
και όχι γι' αυτούς εκεί που δυστυχούν.